συκαῖ

συκαῖ
συκῆ
fig-tree
fem nom/voc pl (attic)
σῡκαῖ , συκῆ
fig-tree
fem nom/voc pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Константинополь — I (греческ. Κωνσταντινουπολις, древ. Βυζαντιον, латинск. Byzantium, древне русск. народн. Цареград, серб. Цариград, чеш. Cařihrad, польск. Carogród, турец. Станбол [произн. Стамбул или Истамбул], арабск. Константинийэ, итал. простонародное и у… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • TANTALUS — I. TANTALUS Iovis et Nymphae Plotae filiteste Eusebiô, l. 2. Praep. Euang. cum tamen Io. Diaconus et Didymus Iovis et Plutus Nymphae filium fuisse arbitrantur: quem Tzetzes hist. 10. chil. 5. praedictâ quidem matre genitum, ac patre Imolo Lydiae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γαλατάς — I Περιοχή του ασιατικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης, της οποίας σήμερα αποτελεί τμήμα, γνωστή άλλοτε και ως Πέραν, στη ΒΑ ακτή του Κερατίου κόλπου. Από πού προέρχεται το όνομα του Γ. δεν είναι ακριβώς γνωστό· ίσως από κάποιον Γαλάτη που είχε… …   Dictionary of Greek

  • εμβολάδα — η (AM ἐμβολάς) εμβόλιο, μπόλι αρχ. (ως επίθ. θηλ.) η εμβολιασμένη («ἐμβολάδες συκαῑ») …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”